σνόρκελ

σνόρκελ
το, Ν
άκλ. ο αναπνευστήρας: α) ιατρ. συσκευή για την εκτέλεση τεχνητής αναπνοής
β) τεχνολ. ειδική συσκευή που τροφοδοτεί με αέρα τα υποβρύχια ή τους δύτες όταν βρίσκονται σε κατάδυση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. snorkel < γερμ. Schnorchel < γερμ. διαλ. Schnorchel «ρύγχος» < ρ. schnorchen «ροχαλίζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”